μποτίλια (η)
η μπουκάλα, φιάλη, με στενό λαιμό. “Αγόρασα μια μποτίλια σπίρτο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μποτίλια /ἡ/ (ἐμ-πότης, Ἰ. botiglia) = φιάλη, μπουκάλα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
η μπουκάλα, φιάλη, με στενό λαιμό. “Αγόρασα μια μποτίλια σπίρτο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μποτίλια /ἡ/ (ἐμ-πότης, Ἰ. botiglia) = φιάλη, μπουκάλα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης