μπονφά(γ)ος -α -ο 26 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μπονφάγος -α -ο (Ἰ. buon-ἔφαγον) = γαστρίμαρχος, καλοφαγᾶς. μπονφάος