Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπόλια (και ομπόλια) (η)

Λέξη που χρησιμοποιούνταν παλιότερα με διπλή έννοια:
1) μπόλια = κεφαλόδεσμος, μαντήλι του κεφαλιού, αντρών και γυναικών, και
2) μπόλιες σκουπίσματος.

Συχνά έκαναν διάκριση λέγοντας “ομπόλιες του προσωπου”. Σε προικοσ. του 1842 βρίσκομε: “ομπόλιες του προσώπου δώδεκα”.

Τις μπόλιες για σκούπισμα τις έλεγαν και σφογγόμπολες. Σε προικοσύμφ. του 1706: ” … σφογγόμπολες δύο”.

Σε προικοσ. του 1697 νοεβρίου 8: “μπόλιες της νύφης οκτώ”.
Σε άλλο του 1722: “του γαμπρού ομπόλιες κεντητές τρεις”.

Η λέξη πετσέτα = μπόλια συναντιέται πολύ αργότερα, χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε από πότε. Σε προικοσ. του 1829, επί παραδείγματι, διαβάζομε: “μια τουβάγια τραπεζιού με 12 πετσέτες”

Πάντως και σήμερα στα χωριά, τουλάχιστον, η λέξη μπόλια λέγεται συχνά μάλλον με την έννοια του “προσόψιου” ή “χειρόμακτρου”, ενώ ως κάλυμμα της κεφαλής, έπαψε προ πολλού να ακούγεται. Επικράτησε πλήρως, η  λέξη μαντήλι, τουλάχιστον από τα τέλη του 19ου αι. (ιτ. pezzeta = τσιρότο – μπάλωμα – Βενετ. imbogio = μπόλια) [Λεξ. ετυμ. Ανδριώτη]

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπόλια /ἡ/ (Ἰ. polire, pulire) = προσόψιον, χειρόμακτρον, τὸ ἐπίπλουν τῶν σφαγίων, ἡ πάνα τοῦ σφαχτοῦ.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Η πετσέτα, κάτασπρη από τη μπουγάδα, φτιαγμένη στον αργαλειό.

Ο Λάζαρης παραπέμπει (ως συνήθως) στο ιταλικό pulire, αλλά και στο μαντήλι του σφαχτού (τον “επίπλουν” των αρχαίων). Με το δεύτερο προσεγγίζει την σωστή ετυμολόγηση της λέξης.

Διαβάζουμε στου “Δειπνοσοφιστές”, Γ΄βιβλίο, 69, του Αθήναιου: “Στη συνέχεια μας έφεραν τηγανιτά συκωτάκια, διπλωμένα με τον ονομαζόμενο επίπλου” (μπόλια, όπως αποδίδει τη λέξη ο μεταφραστής). Μας θυμίζει εδώ το αρχαίο κείμενο τα … φριγαδέλια. Είναι λοιπόν η μπόλια (εννοιολογικά) η αρχαία λέξη επίπλους.

Κι εμείς με την μπόλια τυλίγαμε παλαιότερα το χωριό το πρόσφορο (λειτουργιά) για την εκκλησία ή το ύψωμα.

Άλλοι λεξικογράφοι, όπως ο Ανδριώτης, Κριαράς, παραπέμπουν ευθέως στο Βενετικό Imbolia. Το ίδιο και ο Μπαμπινιώτης με σαφή όμως αναφορά στον επίπλουν (-ον), όνομα ουδέτερο και αρσενικό, που βρίσκεται η ρίζα της μπόλιας μας.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Μπόλια = προσώψιο.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Μπόλια, η: η λευκή υφαντή πετσέτα προσώπου ή και φαγητού.

«Πολιός, ά, όν είναι ο υπόλευκος, ο λευκάζων, λευκός». (Λεξ. Αρχ. Ελλην. Ι. Σταματάκου).

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα


Από τραγούδια γάμου (Μεγανήσι) – λέγοταν την ώρα που ξυρίζουν τον γαμπρό.

” – Φέρ΄ αδερφή το κρύο νερό και η μάνα το σαπούνι.
Το ξουράφι ατσαλένιο και η μπόλια μεταξένια.
Μπαρμπέρης είν΄ ο πλάτανος, γαμπρός το κυπαρίσσι”.

-λεγόταν την ώρα που στρώνεται το γαμήλιο τραπέζι

“Μπα! Χριστέ και το μ΄ αρέσει του καλού γαμπρού η τάβλα,
πούναι όμορφα στρωμένη και καλά τραπεζωμένη
Τα μεσάλια από μετάξι και στρωμένα με την τάξη
και οι μπόλιες μεταξένιες και τα πιάτα φιρφιρένια,
τα κουτάλια ασημένια, τα πιρούνια ατσαλένια
Τα μαχαίρι μεταλλένια, τα ποτήρια κρυσταλλένια
και τα χέρια που τη στρώνουν, μαργαριταρένια”

Μπολίτσα στο χρόνο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.