Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπόγιας (ο)

ο δήμιος, ο δολοφόνος. μτφρ = ο απόνετος, ο σκληρός.

φράσεις: “Ε μωρέ μπόγια, τι έκαμες μωρέ;”, σε περίπτωση μεγάλης αταξίας. “Μπα το μπόγια, θα με πάρει στο λαιμό του”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπόγιας /ὁ/ (Ἰ. boja) = δήμιος, δολοφόνος, βασανιστής.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Ο δήμιος. Το ιταλικό boja.

Στο χωριό “μωρέ μπόγια!”, υβριστικό -χαϊδευτικό- επιφώνημα.

Η μπογιά είναι λέξη τούρκικη, boja).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Μπόγιας = φονιᾶς, κακοῦργος, τόν σκότωσε ὁ μπόγιας, (τόν σκότωσε ὁ κακοῦργος).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


ο δύσκολος, ο σκανταλιάρης ( ο μπόγιας = κρλ. ο δήμιος)

Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.