μποδάω
Μποδάω βλ. λ. ἀμποδάω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μποδάω = ἐμποδίζω.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Μποδάτε ή αμποδάτε = εμποδίζετε (εν + πεδάω), συγκοπτόμενο χάριν του μέτρου. Εμποδίζω (αρχ. εμπόδιος), επίρρ. εμποδών.Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα