μποχός (ο)
η σκόνη, σύννεφο σκόνης.
μτφ.: “έγινε μποχός”, λέγεται για κείνους που φεύγουν τρέχοντας από φόβο ή από συμφέρον ή λόγω κάποιας είδησης.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μποχὸς /ὁ/ (ἀποχέω, ἀπόχους; Τ. μπουγοῦ, Σ. πουχὸρ) = κονιορτός, θολότης, ὁμίχλη κόνεως.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. και μπουχός