Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μποχός (ο)

η σκόνη, σύννεφο σκόνης.

μτφ.: “έγινε μποχός”, λέγεται για κείνους που φεύγουν τρέχοντας από φόβο ή από συμφέρον ή λόγω κάποιας είδησης.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μποχὸς /ὁ/ (ἀποχέω, ἀπόχους; Τ. μπουγοῦ, Σ. πουχὸρ) = κονιορτός, θολότης, ὁμίχλη κόνεως.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


βλ. και μπουχός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.