μπομπάρω
εμποτίζω, μουσκεύω, απορροφώ υγρασία. φράσεις: “ο τοίχος εμπομπάρ΄σε απ΄ την υγρασία” – Έκοψα ένα κομμάτι ψωμί και το μπομπάρ΄σα λάδι, να το φάω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπομπάρω (Ἰ. pompare) = ἀπορροφῶ ὑγρασίαν, διαποτίζομαι, διαβρέχομαι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ο Λάζαρης το ετυμολογεί από το ιταλικό pompare, διαποτίζομαι (από υγρό πάντως). Ενώ για την ακρίβεια το ιταλικό ρήμα (κατά Mandeson και Divry’s) σημαίνει αντλώ και δεύτερον φουσκώνω με αέρα. Με τη δεύτερη σημασία φαίνεται να σχετίζεται το δικό μας μπομπάρω. Ασ΄το, λέμε το ψωμί να μπομπάρει (στη σούπα ή το νερό) καλά. Να φουσκώσει.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Μπομπάρω = πολυμουσκεύω, πολυποτίζω, μπουμπάρισε τό χῶμα μούσκεψε πολύ τό χῶμα.