Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπιστιού (επίρρ.)

βερεσέ, με πίστωση ” Πόσο τ΄ αγόρασες το κρέας;” – “Το πήρα μπιστιού”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπ(ι)στιοῦ /ἐπίρ./ = ἐν πίστει, ἐπὶ πιστώσει, ἄνευ καταβολῆς τοῦ ἀντιτίμου.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Μονοσύλλαβη λέξη που μεταφράζεται “επί πιστώσει”. Αφορά τις αγορές, τα ψώνια.

Συνηθέστατη στο χωριό (“Τα πήρα τα ψώνια απ΄ το μπακάλη μπστιού”).

Το -μπ- το βλέπουμε στο σχετικό μεσαιωνικό ρήμα μπιστεύομαι και του ουσιαστικό μπιστικός, που είναι πιστικός (ο βοσκός), άνθρωπος εμπιστοσύνης, εμ-πιστός (Ανδριώτης).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


(ιδμ) το βερεσέ η πίστωση

(από το μπιστοσύνη)

Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.