μπίγκος ή πίγκος (ο)
μεγάλο σφυρί, οδοντωτό στο ένα μέρος και μυτερό στο άλλο, με το οποίο σάζουν, πελεκούν τα λιθάρια, που βάνουν αγγωνάρια στα σπίτια. Επίσης με τον πίγκο “χάραζαν” οι παλιοί τα λιθάρια των λιτρουβειών και των μύλων.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
μπίγκος (ὁ ) ἤ πίγκος: μεγάλο σφυρί ὀδοντωτό στό ἕνα μέρος καί μυτερό στό ἄλλο μέ τό ὁποῖο πελεκοῦν τά λιθάρια, (ΒΕΝ. piccone).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου