μπεζεβέν(η)ς 25 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μπεζεβέν(η)ς /ὁ/ (Τ. πεζεβὲγκ) = μαστροπός, ἄτιμος, ἀνήθικος, ἄπιστος.