μπεζέρια (η)
η βαρεμάρα, η ανία.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπεζέρια /ἡ/ (Ἰ. basire, Ἀ. Τ. bεshὲρ) = κόρος, ἀηδία, λιποθυμία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
η βαρεμάρα, η ανία.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπεζέρια /ἡ/ (Ἰ. basire, Ἀ. Τ. bεshὲρ) = κόρος, ἀηδία, λιποθυμία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης