μπενεφίτσιο
καλή πράξη, προνόμιο με επικαρπία, εκκλησιαστικό αξίωμα, με επικαρπία επίσης.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπενεφίτσια -ο /ἡ, τὸ/ (Ἰ. beneficio) = εὐεργέτημα, προνόμιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης