μπελονιάζω
βελονιάζω, περνώ την κλωστή στο βελόνι.
μτφ: =περνώ το βούρλο από τα μάτια των ψαριών (ιδίως σπάρων και γοβιών): “εψώνισα γωβιούς στο βούρλο” – “Πήρα ένα μάτσο σπάρους στο βούρλο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπελονιάζω (έν-βελόνη) = ἐμβελονίζω, περνῶ τὴν κλωστὴν ἀπὸ τὸ βελόνι, περνῶ τὰ κορδόνια εἰς τὰς ὀπὰς τοῦ ὑποδήματος, σχηματίζω ὀρμαθὸν πραγμάτων τὰ ὁποῖα διαπερῶ μὲ νῆμα, βοῦρλον, σῦρμα κ.τ.ὅ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Από το βελόνι, περνάω την κλωστή, αλλά και τα μπελονιαστήρια (κορδόνια) από τις τρύπες των παπουτσιών.
Παλιά δεν υπήρχαν αντρικά “παντοφλέ”. Τα κορδόνια στις αρβύλες ήταν από δέρμα ειδικά επεξεργασμένα (στρογγυλοποιημένα).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Μπελονιάζω = 1. βελονιάζω, περνῶ τήν κλωστή ἀπ᾿ τήν βελόνα,
2. ἀρμαδιάζω.