Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπαίγνιο (το)

επιτιμητική λέξη για μικρούς και μεγάλους = ο υποχωρητικός, ο μικρόμυαλος. φράσεις: “Κάτσε καλά, μωρέ μπαίγνιο”. – “Για μπαίγνιο με πέρασες;”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπαίγνιο /τὸ/ (ἐμπαίζω) = ἐμπαίγνιον, εὐήθης, μωρός, ἀφελής.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μπαίγνιο = ἀπ᾿ τό παίγνιο, κορόϊδο, χάϊ ρέ μπαίγνιο (χάϊ ρέ χαμένο, κορόϊδο).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.