Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπάβαρο ή μπάμπαρο (το)

  1. είδος κολάρου, σαλιάρα, που βάνουν γύρω από το λαιμό των μικρών παιδιών για να μη λερώσουν το φόρεμα τους, όταν τα ταΐζουν.
  2. είδος μικρής κάπας, επενδυτής των παιδιών. Έπιανε τις πλάτες και τα χέρια – ήταν αμάνικο και κούμπωνε μπροστά.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπάβαρο καί μπάμπαρο  /τὸ/ (Ἰ. bava -ero, bavaglio) = βρεφικὸν περιτραχήλιον, σαλιαρίτσα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Στην Καρυά, εμείς το λέμε μπάμπαρο κι φυσικά εννοούμε τη σαλιάρα που τη φκιάνανε οι μανάδες για την προστασία του μωρού κατά το φαγητό.
Οι Ανδριώτης, Κριαράς και Μπαμπινιώτης δεν το έχουν.
Κατά το Mandeson, Bava, ουσ. θηλ. είναι σίελος, τα σάλια. Bavero, ουσ. αρσ. ο γιακάς, το κολάρο (ενώ Bavaglio είναι το φίμωτρο) άρα μπάβερο, μπάβαρο, μπάμπαρο.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.