μπατίρης
Είναι το τουρκικό batirmak. Σχετικό το φαλίρω, χρεωκοπώ, Αυτό από το ιταλικό fallire “Πάει”, λέμε, “αυτός φαλίρησε, ξώφλησε”. Λέμε, ότι έμεινε “ταπί”, χωρίς χρήματα (τουρκικό tabi ή tapu)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!