Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπατάρω ή μπατέρνω

  1. γέρνω από το ένα μέρος, πέφτω. φράσεις: “εμπατάρησε τ΄ άλογο” – “εμπατάρησε κι έπσε φορτωμένη ένα δεμάτι ξύλα”.
  2. πατσίζω το χρέος μου. φράση: “τα μπατάραμε” = τα συμφωνήσαμε.
  3. αλλάζω γνώμη, παραβαίνω τη συμφωνία. φράση: “συμφωνήσαμε καλά καλά κι ύστερα τα μπατάρησε”.
  4. χάνω τις δυνάμεις μου, εξασθενώ. φράση: “πάει τα μπατάρ΄σε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπατάρω /Ἰ. battere, Τ. bατὶρ) = κλίνω πρὸς τὸ ἓν μέρος, γέρνω, ἀνατρέπομαι.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


μπατέρνω. Γέρνω και “εξασθενώ” Είναι το ιταλικό battere.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.