μπατάλ(ι)κος -η -ο
Μπατάλικος -η -ο (Ἀ. Τ. bατὰλ) = ἄχρηστος, μειονεκτικός, ἀσύμμετρος, χονδροειδής, ἄκομψος. Βλ. και μπατάλης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μπατάλικος -η -ο (Ἀ. Τ. bατὰλ) = ἄχρηστος, μειονεκτικός, ἀσύμμετρος, χονδροειδής, ἄκομψος. Βλ. και μπατάλης