Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπαρμπουλώνω -ομαι

σκεπάζω με το μαντήλι το πρόσωπο, το λαιμό, κι αφήνω ακάλυπτα μόνο τα μάτια και τη μύτη. Το μπαρμπούλωμα το συνηθίζουν οι ηλικιωμένες γυναίκες και προπαντός οι χήρες και οι πρόσφατα πενθούσες: Δένουν το μαντήλι απαλά μπροστά στο λαιμό, κομπιάζοντας ελαφρά τις δυο πλαϊνές άκρες του. Μπαρμπουλώνονται και στη δουλειά τους, όταν οι καιρικές συνθήκες είναι αντίξοες, κι ακόμα όταν έχουν “καημούς” και φαρμάκια. Μια ορφανή ή χήρα ξεμπαρμπούλωτη δίνει αφορμή για πικρά σχόλια εις βάρος της.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπαρμπ(ου)λώνω (Ἰ. barba-ola) = περιτυλίσσω τὰς παρειάς, ἐπικαλύπτω τὸ πρόσωπον πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῆς ρινός. (συνήθεια τῶν χηρευουσῶν ἢ πενθουσῶν γυναικῶν).

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Φαίνεται να σχετίζεται με το ιταλικό barba, που είναι γένια. Στην προκειμένη περίπτωση το ρήμα μπαρμπουλώνομαι, που αφορά τις γυναίκες και μάλιστα τις χήρες θα πει “περιτυλίσσω τας παρειάς” (Λάζαρης), με το μαντήλι “κι αφήνει ακάλυπτα μόνο τα μάτια και τη μύτη” (Κοντομίχης). Αλλά οι γυναίκες είναι αγένιες.
Οι Ξηρομερίττες χρησιμοποιούν τον τύπο μπουρμπούλωμα, επομένως μπουρμπουλώνομαι. Κι αυτό μας παραπέμπει στον μπούρμπουλα και τις μπουρμπουλήθρες.
Χρειάζεται παραπέρα έρευνα. Στα λατινικά barbula, υποκοριστικό του barba σημαίνει πωγώνιον (γενάκι). Στην πραγματικότητα ηλικιωμένες γυναίκες έχουν αδρό αχνό γενάκι και μουστάκι. Μήπως αυτά ήθελαν να καλύψουν Αστήρικτος (;) συλλογισμός.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


βλ, και μπαρμπούλωμα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.