Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπαράκα

Μπαράκα /ἡ/ (Ἰ. baracca, Σ. bαράκα) = παράπηγμα ἐκ σανίδων, χορτοκαλύβη, πρόχειρον στέγαστρον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


μπαράκα (ἡ): παράπηγμα ἀπό σανίδες, χορτοκαλύβη, ( ΒΕΝ. baràca).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.