μπαλτσάνα (η)
το ξεμπράτσωμα, το γυρισμένο κάτω μέρος του μανικιού των γυναικείων φορεμάτων. Συνήθεια με πρακτικό πάντα αποτέλεσμα: να μην εμποδίζονται στις δουλειές, στο πλύμα, στο ζύμωμα κλπ. Ανασκούμπωμα, γύρισμα των μανικών. “Ανασκουμπώσου θα ζυμώσομε” – “Το ξεμπρατσώθηκες, θα ζυμώσεις;”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπαλτσάνα /ἡ/ (Ἰ. balzana) = περιβραχιόνιον γυναικείου φορέματος, ἀνεστραμμένη περιχειρίς, μανικέτι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης