Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπακαλόλαδο (το)

λάδι καθαρτικό που έβγαινε από το συκώτι του μπακαλάου, γνωστό ως μουρουνέλαιο (μουρούνα = μπακαλιάρος)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπακαλόλαδο /τὸ/ (Τ. bακάλ, βακαλάος-ἔλαιον) = τὸ βιταμινοῦχον φάρμακον μουρουνέλαιον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.