Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπάκα

Μπάκα /ἡ/ (Ἰ. bacca) = διογκωμένη κοιλία, μεγαλοσπληνία.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Η φουσκωμένη κοιλιά. Κατά τον Μπαμπινιώτη από το bacca, λατινικό bac(c)ia. Ο Κριαράς έχει banca που δεν την βλέπω στα λεξικά. Ιατρικά μπάκα σημαίνει τη διόγκωση της κοιλιάς “εξ υπερτροφίας της σπληνός”. Σε μας συνηθισμένη η έκφραση, απάντηση στο επιφώνημα “μπα”, “μπάκα και κοιλιά”, καθώς και η λέξη (επίθετο) μπακιασμένος και το παρατσούκλι στο χωριό μπάκας.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.