μπαϊράκι (το)
- μια συμβολική κόκκινη σημαία σε ξύλινο καλαμένιο κοντάρι, που την πήγαινε μπροστά από τη συνοδεία του γάμου, όταν η νύφη έφευγε σε ξένο χωριό, ένας απ΄ τους συμπέθερους, έφιππος. Και σήμαινε: “πήραμε τη νύφη με το μπαϊράκι της”.
- Τη Δευτέρα του γάμου οι συγγενείς του γαμπρού σήκωναν ως μπαϊράκι σ΄ ένα κοντάρι, ψηλά, το ματωμένο πουκάμισο της νύφης (της πρώτης νύχτας του γάμου) και γύριζαν στους δρόμους του χωριού σηκώνοντας το ψηλά και κράζοντας: “Πήρα την πόλη , πήρα την / κι αν δε πιστεύεις τήρα τη”, παρωδώντας το γνωστό άσμα της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Η τελετή, βέβαια, συνοδευόταν και από τις ανάλογες τουφεκιές, για τη νίκη της εκπόρθησης του εχθρικού φρουρίου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπαϊράκι /τὸ/ (Τ. bαϊρὰκ) = σημαία, κίνημα, στάσις. «ἐσήκωσε μπαϊράκι».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. μπαγιεράκι