Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπαϊράκι (το)

  1. μια συμβολική κόκκινη σημαία σε ξύλινο καλαμένιο κοντάρι, που την πήγαινε μπροστά από τη συνοδεία του γάμου, όταν η νύφη έφευγε σε ξένο χωριό, ένας απ΄ τους συμπέθερους, έφιππος. Και σήμαινε: “πήραμε τη νύφη με το μπαϊράκι της”.
  2. Τη Δευτέρα του γάμου οι συγγενείς του γαμπρού σήκωναν ως μπαϊράκι σ΄ ένα κοντάρι, ψηλά, το ματωμένο πουκάμισο της νύφης (της πρώτης νύχτας του γάμου) και γύριζαν στους δρόμους του χωριού σηκώνοντας το ψηλά και κράζοντας: “Πήρα την πόλη , πήρα την / κι αν δε πιστεύεις τήρα τη”,  παρωδώντας το γνωστό άσμα της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Η τελετή, βέβαια, συνοδευόταν και από τις ανάλογες τουφεκιές, για τη νίκη της εκπόρθησης του εχθρικού φρουρίου.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπαϊράκι /τὸ/ (Τ. bαϊρὰκ) = σημαία, κίνημα, στάσις. «ἐσήκωσε μπαϊράκι».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


βλ. μπαγιεράκι

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.