μπαγιατεύω 22 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μπαγιατεύω /Τ. Ἀλ. bαγιὰτ) = παύω νὰ εἶμαι νωπός, παληώνω, ξηραίνομαι.