μπαγιακόκος (ο)
ο ανόητος, ο κουτός
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπαγιακόκος /ὁ/ (Ἰ. baj-coccare) = μικρόνους, εὐήθης, βλάξ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
(σμπθ) το μικροκαμωμένο + αστείο άτομο / κυρίως χαϊδευτικό επι παιδιών
(σύν. λέξη από το ιταλ. baia = αστείο + cocco αβγό, κακό και χαϊδεμένο παιδί
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε