μπαφιάζω
κουράζομαι, αποκάνω, “εμπάφιασα από τη ζέστη”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκάω, στενοχωριέμαι. Από τον ήχο μπαφ (Ανδριώτης), της εκπνοής (κριαράς). Μπάφα είναι ο θηλυκός κέφαλος (ψάρι), απ΄ όπου το αυγοτάραχο, αλλά και η βρώμα, μπαφάδα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης