μπαδάρω 23 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μπαδάρω (Ἰ. badare) = προσέχω, σταθμίζω, ὑπολογίζω, ἐποφθαλμιῶ, ἐκτιμῶ.