μπαμπαλίζω
φλυαρώ, λέγοντας δικά μου πράγματα και συνήθως ανόητα. Ο φλύαρος, ο ακαταλόγιστος. “Τι μπαμπαλίζεις εκεί, ε σταματάς τώρα;” – “Ασ΄τονε να μπαμπαλίζει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπαμπαλίζω (Ἰ. babbaleo) = φλυαρῶ ἀνοηταίνων, λέγω φράσεις ἄνευ νοήματος ἢ συνοχῆς ἀπὸ διάθεσιν φλυαρίας.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μπαμπαλίζω § ἰδ. μπάμπαλον
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου