Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπαμπάϊ

μικρό έντομο, όπως η αράχνη. Πχ ένα οποιοδήποτε έντομο ή ένα φανταστικό ζωύφιο, ως σκιάχτρο των παιδιών. “Θα σε φάει το μπαμπάϊ”, λένε στα μικρά παιδιά. Το μικρό μπαμπάϊ λέγεται μπαμπαγάκι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπαμπάϊ /τὸ/ (Ἰ. babao) = φόβητρον, σκιάχτρο, φάντασμα, ζωύφιον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μπαμπάϊ = μαμούνι καί μαμούδι, κάτι πού προξενεῖ φόβο στά μικρά παιδιά καί τούς τό λένε γιά νά τά φοβίσουν, μήν κλαῖς γιατί θάρτει τό μπαμπάϊ, (μήν κλαῖς γιατί θάρτει τό μαμούνι).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Ένα Σχόλιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.