αβοηθάω
βοηθώ με περιορισμένη σημασία, λέγεται κυρίως όταν βοηθάμε κάποιον να φορτωθεί ένα βάρος ή να φορτώσει το ζώο του.
“Αβόηθησέ με να βάλω την βαρέλα στο κεφάλι μου…”, “Αβόηθησέ με να φορτωθώ το δεμάτι με τα ξύλα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀβοηθάω: (ἀ-βοηθῶ) = βοηθῶ τινὰ εἰς ἐργασίαν καὶ ἰδίᾳ ν’ ἀναλάβῃ βάρος ἤ νὰ φορτώσῃ ὑποζύγιον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης