αβεντόρα (η)
η περιπόθητη γυναίκα, η ερωμένη, η “πιαστή” .
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀβεντόρα: /ἡ/ σπ. (Ἰ. avventore) = ἡ προσφιλής, ἡ περιπόθητος, ἡ ἐρωμένη.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
από το αβεντόρος (βλ.λ.) μέσω θηλυκοποίησης και όχι απευθείας από το ιταλ. avventore
(Π.Γ. Κριμπάς)