αβάσκαμα (το)
το αποτέλεσμα του βασκαίνω.
Βασκαίνουν οι έχοντες σμιχτά φρύδια (σμιγοφρύδες), όσοι έχουν μαύρα και πονηρά μάτια, ιδίως οι γυναίκες. Βασκαίνονται μικροί και μεγάλοι, ιδίως τα όμορφα ροδοκόκκινα μωρά κλπ, δεν βασκαίνονται οι άσκημοι και οι Σαββατογεννημένοι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀβάσκαμα: /τὸ/ = ἡ βασκανεία, τὸ βάσκαμα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης