αβαράρω
απωθώ το πλεούμενο, την βάρκα κλπ. από την παραλία με κουπιά ή με κονταρόξυλο. “αβαράρισε το καΐκι να φύγουμε” σύνθημα: “αβαράαααα….” – “έλα και αβαράραμε”.
Το αβαράρω λέγεται και αβαλάρω. φρ. “δώσ΄του την αβαλρ΄σά του” = σπρώξιμο αστεϊσμού μεταξύ των μελών μιας παρέας, όταν αμπώνουν κάποιον να παρασύρει τους άλλους…
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
___________________________________________________________________________________________________________________
Ἀβαράρω: (Ἰ. abbarrare, barrare) = ὠθῶ λέμβον ἤ ἄλλο ἐφόλκιον ἀπὸ προβλῆτος ἤ ἄλλου πλωτοῦ πρὸς ἀπομάκρυνσιν ἤ πρόληψιν συγκρούσεως (ναυτικὸς ὅρος).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης