Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αβαράρω

απωθώ το πλεούμενο, την βάρκα κλπ. από την παραλία με κουπιά ή με κονταρόξυλο. “αβαράρισε το καΐκι να φύγουμε” σύνθημα: “αβαράαααα….” – “έλα και αβαράραμε”.
Το αβαράρω λέγεται και αβαλάρω. φρ. “δώσ΄του την αβαλρ΄σά του” = σπρώξιμο αστεϊσμού μεταξύ των μελών μιας παρέας, όταν αμπώνουν κάποιον να παρασύρει τους άλλους…

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

___________________________________________________________________________________________________________________

Ἀβαράρω:  (Ἰ. abbarrare, barrare) = ὠθῶ λέμβον ἤ ἄλλο ἐφόλκιον ἀπὸ προβλῆτος ἤ ἄλλου πλωτοῦ πρὸς ἀπομάκρυνσιν ἤ πρόληψιν συγκρούσεως (ναυτικὸς ὅρος).

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.