αβαντσάρω
έχω να λάβω από κάποιον, μου χρωστάνε. πχ. “αβατσάρω 50 κιλά λάδι” ή “πεντακόσιες δραχμές από τον τάδε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀβαντσάρω: (Ἰ. avanzare) ἔχω λαμβάνειν, ὑπερέχω, προηγοῦμαι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
από το ιταλικό avanzare, το οποίο έχει δύο σημασίες. Η πρώτη, που μας ενδιαφέρει εδώ είναι “έχω λαμβάνειν”, ενώ η δεύτερη σημαίνει “προχωρώ” (λεξικό Mandeson). Λέμε συνήθως σε τρίτο πρόσωπο – “Μου αβαντσάρει” τόσα χρήματα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης