αβανταδόρος (ο)
αυτός που κάνει αβάντες. Η λέξη έχει πάντα καλή σημασία.
Συνήθως ο αβανταδόρος είναι ανυπόληπτος, ζει από ύποπτες χρηματικές παροχές, υποστηρίζει ανθρώπους πονηρούς ή και ανήθικους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀβανταδόρος: – ὁ – (Ἰ. avanti) = ἐπίκουρος, ὑποστηρικτής, βοηθός, ἐνθαρρυντής.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογείται από το ιταλικό avanti, που θα πει εμπρός ή (το πιθανότερο) από το τουρκικό avanta, που θα πει κέρδος, όφελος. Αυτός που δραστηριοποιείται σε παράνομα κέρδη.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης