ατζιόνε (η)
πράξη, ασχολία, άνθρωπος δραστήριος, ευκίνητος, ενεργητικός.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀτζιόνε /ἡ/ ἀρχ. (Ἰ. azione) = ἔργον, πρᾶξις, ἀσχολία, μετοχή, δικαίωμα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης