ατσάραντος -η -ο
το ωδικό πουλί χλωρίων, κοινώς φλώρος, χρώματος ωχροπράσινου, για να μοιάζει με την χλωρίδα.
Άγγ. Σικ. Αλαφρ. : “Ως τ΄ άγριο τ΄ αχνοπράσινου / του ατσάραντου μεθύσι / που το λαρύγγι, απ΄ το βαθύ / κι ακράτητον ανάβρυσμα / λογιάζεις πως θα σκίσει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀτσάραντος /ὁ/ (Ἰ. ancia-rato;) = τὸ ὠδικὸν πτηνὸν χλωρίς, φλῶρος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης