Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ατσάραντος -η -ο

το ωδικό πουλί χλωρίων, κοινώς φλώρος, χρώματος ωχροπράσινου, για να μοιάζει με την χλωρίδα.
Άγγ. Σικ. Αλαφρ. : “Ως τ΄ άγριο τ΄ αχνοπράσινου / του ατσάραντου μεθύσι / που το λαρύγγι, απ΄ το βαθύ / κι ακράτητον ανάβρυσμα / λογιάζεις πως θα σκίσει”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀτσάραντος /ὁ/ (Ἰ. ancia-rato;) = τὸ ὠδικὸν πτηνὸν χλωρίς, φλῶρος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.