ατσαλώνω
ατσάλωναν τα τσαπιά πριν τς αροτικές δουλειές τους στους γύφτους, κολλώντας ένα πρόσθετο σίδερο μπροστά για μεγαλύτερη αντοχή.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!