Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ατούρα (η)

συνήθης αδιαθεσία στην εγκυμοσύνη.
“Έχει ατούρες φαίνεται”, λέγεται και ως αστεϊσμός μεταξύ αρρένων.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀτοῦρα /ἡ/ (Ἰ. atturire) = ἐνόχλημα ἐγκυμοσύνης, ἀδιαθεσία συνήθης εἰς τὰς ἐγγύους, δυσφορία. «ἔχει ἀτοῦρες».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.