αθέρας (ο)
- η κοφτερή άκρη του ξυραφιού, μαχαιριού, σπαθιού, κ.λπ.
“έδωκες μιαν αχτίδα σου (ο Πλάστης) αθέρα στο σπαθί μου” (ΒΑΛ. Αθ. Διάκος άσμα Γ΄στ.36). - μτφ. = το εκλεχτότερο μέρος κάποιου πράγματος: “εδιάλεξα τον αθέρα” πχ του καφέ, του κρέατος κ.λπ.
- σε πρόσωπα: “εχάθηκε ο αθέρας των νέων του χωριού” ή “η κοπέλα αυτή είναι αθέρας”
Παροιμία: “Όποιος ψάχνει να βρει αθέρα / παίρνει την κακή του μέρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
___________________________________________________________________________________________________________________
Ἀθέρας: /ὁ/ (ὰθὴρ) = ἡ ἄκρη τοῦ ξυραφίου, μαχαιρίου κ.λ.π., πολὺ κοπτερός. (αἰθήρ) = τὸ ἐκλεκτότερον μέρος παντὸς ἐμψύχου ἤ ἀψύχου. «ἐπῆρε τὸν ἀθέρα κι’ ἄφκε τὸ κατακάθι».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
«Ἔδωκες μιὰν ἀχτίδα σου ἀθέρα στό σπαθί μου» (σελ. 151, Ἀθανάσιος Διάκος, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ)
Κυρίως ὁ ἀθὴρ τοῦ στάχυος, καθόλου δὲ τὸ ἀκρότατον, τὸ λεπτότατον, τὸ ἐκλεκτότατον. Ἐπὶ κοπτερῶν ὅπλων τὸ ἀκρότατον τῆς ἀκμῆς τοῦ ξίφους. Τὰ ἀνώτατα στρώματα τῆς θαλάσσης, ὅθεν καὶ Ἀθερίνα