αθεμωνιά ή αθημωνιά
σωρός από δέματα σιταριού, κριθαριού ή άλλων δημητριακών, σιμά στ΄ αλώνια, προκειμένου να φυλαχτούν, όταν έρθει η σειρά τους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀθεμωνιὰ: /ἡ/ = θημωνία, στιβὰς δεμάτων σίτου ἤ ἄλλων δημητριακῶν ἐν ἀναμονῇ τοῦ ἁλωνισμοῦ .
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀθεμωνιά καί θεμωνιά = σωρός σιτηρῶν μετά τό θέρισμα πού τά συγκεντρώνουν γιά τό ἁλώνισμα.
Ἀθεμωνιὰ § ὁ σωρὸς τῶν γεννημάτων καὶ τοῦ ἀχύρου.
Σημ. Ὁ τῶν ἀρχ. θημών. Ὁ Βυζ. γρ. θημωνία, οἱ δὲ Κύπριοι καὶ Ἠπειρῶται λέγ. θεμωνιά. (Φιλίστ. Γ΄. 410 Γ. Κρομμ. ἐν λ.).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Ετυμολογική σημείωση:
από το θημωνιά με τη συνηθέστατη σε όλο το Ιόνιο (και σε άλλα δημώδη νεοελληνικά ιδιώματα) ανάπτυξη προθετικού α- από συμπροφορά με προηγούμενη λέξη που έληγε σε /a/ και επανανάλυση (π.χ. μια θημωνιά > μι’ αθημωνιά), ενώ ο τύπος με /e/ οφείλεται είτε σε χαμήλωμα του /i/ πριν από ηχηρό σύμφωνο, είτε σε μερική επιβίωση της αρχαίας προφοράς του ήτα (/ε:/)
(Π.Γ. Κριμπάς)