Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αθάρι (επίρρ.)

όταν η εντύπωσή μας για κάτι είναι επισφαλής, όταν μας φαίνεται πως αναγνωρίζομε κάποιον: “Μου φαίνεται πως τον φέρνω αθάρι, λες να ΄ναι αυτός”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀθάρι:  /ἐπίρ./ (ἀθρέω, αἴθρη) = ἐντύπωσις ἁμυδρᾶς ὁμοιότητος, ἁμυδρὰ ἀναγνώρισις. «σὰν καὶ τόνε φέρνω ἀθάρι».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ετυμολογική σημείωση:
η λ. αθάρι υπάρχει σε διάφορες δημώδεις γλωσσικές ποικιλίες και σημαίνει ‘είδος εξανθήματος των ζώων που διαβρώνει το δέρμα’, αλλά και ‘τρύπα κατεργασμένου δέρματος’ και ‘στενή αγγείου για να αερίζεται το περιεχόμενο’ (λεξικό Δημητράκου), και αυτή ακριβώς η τρίτη σημασία είναι που εξηγεί την έκφραση τον φέρνω αθάρι, τ.έ. τον αχνοβλέπω από την τρύπα. Για φωνολογικούς και μορφολογικούς λόγους είναι αδύνατος ο συσχετισμός με τα ἀθρέω, αἴθρη. Πιθανότερο θεωρώ να συνδέεται με το αθέρας (βλ.λ.) λόγω της πρώτης σημασίας (‘εξάνθημα’), επειδή ακριβώς το εξάνθημα βγαίνει στην επιφάνεια του δέρματος, και κατόπιν, από τη διάστικτη εικόνα του δέρματος που έχει εξάνθημα, δημιουργήθηκε συνειρμός με τις τρυπούλες στο κατεργασμένο δέρμα ή στο αγγείο

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.