αθάνατο(ς) -η -ο
πολύ γερό και καλοφτιαγμένο ύφασμα, παπούτσι κ.λπ.
φράση: “Σκουτί αθάνατο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀθάνατος -τη -το φρ. ἔκαμες ἀθάνατα – ᾿γειά σου ἀθάνατε – αὐτὸ εἶν᾿ ἀθάνατο. Ἐν τοῖς παραμυθίοις ἀναφέρεται ὡς ἆθλος τοῦ ἥρωος, τὸ ἀθάνατο νερό.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός