Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αθάνατο(ς) -η -ο

πολύ γερό και καλοφτιαγμένο ύφασμα, παπούτσι κ.λπ.
φράση: “Σκουτί αθάνατο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Ἀθάνατος -τη -το φρ. ἔκαμες ἀθάνατα – ᾿γειά σου ἀθάνατε – αὐτὸ εἶν᾿ ἀθάνατο. Ἐν τοῖς παραμυθίοις ἀναφέρεται ὡς ἆθλος τοῦ ἥρωος, τὸ ἀθάνατο νερό.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.