ασυναύλιαστος
ο ακοινώνητος, ο ιδιόρρυθμος – ο αποφεύγων σχέσεις. “Είναι άνθρωπος ασυναύλιαστος”.
Σ΄ ένα δημ. σατυρικό τραγ. της Λευκάδας, που χαρακτηρίζει τους κατοίκους όλων των χωριών: “Κοντάραινα ασυναύλιαστοι και λασποκυλισμένοι”. (Δημοτικά Τραγούδια της Λευκάδας, σελ. 209).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀσ(υ)ναύλιαστος -η -ο (ἀ-σὺν-αὐλίζω) = ἀκοινώνητος, ἐκκεντρικός, ἀσύμφωνος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. απόκοσμος