Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ασύφταγος -η -ο

  1. ο ασυμπαθής, ο βιαστικός, ο ταραχοποιός – ο μη δεχόμενος συμβουλές και συστάσεις. “Μωρέ ασύφταγο, που να μην ιδείς καλό” – “Δεν πας στον ασύφταγο;” = στο διάολο.
  2. Κάτι που δεν φτάνει ή κάτι που δεν έχει προκοπή.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀσύφταγος -η -ο (ἀ-σὺν-φθάνω) = ἀπρόφθαστος, βιαστικός, ὁ ἀνεπιθύμητος ποὺ εὐχόμεθα νὰ μὴ φθάσῃ.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀσύφταγος = 1. κακή εὐχή, νά πᾶς στόν ἀσύφταγο (ἀγύριστο),
2. κάτι πού δέν φτάνει ἤ δέν κάνει προκοπή.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Ασύφταγος-η-ον: (βρισιά) (α στερ.+σύν +φτάνω) = ο μη έχων την ικανότητα να τελεσφορήσει, ανάξιος και ποταπός .

Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα


“Ξεπατωμένο και ασίφταο” φράση για κακομαθημένα και άτακτα παιδιά

Κάλαμος – Ρέα Σ. Μανωλάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.