Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αστάλωτος -η -ο

ο μη σταλωμένος, το φυτό ή  καρπός του φυτού που δεν έχει ακόμα σκληρύνει είναι τρυφερός.
“Το σιτάρι είναι αστάλωτο ακόμα, αγένωτο”.
Μτφ.: “Το παιδί δεν στάλωσε ακόμα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀστάλωτος -η -ο (ἀ-σταλίς, στελεχῶ) = μήπω σκληρυνθείς, τρυφερὸς (λέγεται ἐπὶ καρπῶν καὶ λαχανικῶν).

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀστάλωτο = τό ἀντίθετο τοῦ σταλωμένου, τρυφερό χόρτο ἤ κλαρί.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.