ασκιδιά (η)
δερμάτινος κουβάς για την εξαγωγή νερού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
αποτελούνταν από το μπροστινό μέρος του δέρματος (μόνο γιδίσιο) που αφού έδεναν το λαιμό με σπάρτο ή σχοινί, το επάνω μέρος το γύριζαν προς τα έξω ράβοντας το και περνούσαν ένα ξύλο και από το ξύλο ένα χοντρό σύρμα και έδεναν το σχοινί. Μ΄ αυτό αντλούσαν νερό από τα πηγάδια και το έριχναν στις ποτίστρες ή γέμιζαν τα σακούλια ή τα ξυλοβάρελα για μεταφορά του στο χωράφι την εποχή του θερισμού. Είχαν και πέτσινα τέτοια με μια προεξοχή όπου έβαζαν μια ξύλινη κάνουλα για να πίνουν το νερό πιο εύκολα.
Γλωσσάριο Μιλτ. Δ. Κακλαμάνη