ασίγιστος -η -ο
αυτός που δεν ησυχάζει, που κινείται και εργάζεται πολύ, αυτός που μιλάει πολύ.
Τα παιδιά που παίζουν και φωνάζουν αδιαφορώντας για την ησυχία των άλλων.
Εξ ου και οι φράσεις: “κάτσε καλά, μωρέ ασίγιστο” – “ασίγιστος νοικοκύρης” – “ασίγιστη δουλεύτρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀσίγ(ι)στος -η -ο (ἀ-σιγάω -ῶ) = ἀκατάπαυστος, ἀδιάκοπος, ἀεικίνητος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης