Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ασίγιστος -η -ο

αυτός που δεν ησυχάζει, που κινείται και εργάζεται πολύ, αυτός που μιλάει πολύ.
Τα παιδιά που παίζουν και φωνάζουν αδιαφορώντας για την ησυχία των άλλων.
Εξ ου και οι φράσεις: “κάτσε καλά, μωρέ ασίγιστο” – “ασίγιστος νοικοκύρης” – “ασίγιστη δουλεύτρα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀσίγ(ι)στος -η -ο (ἀ-σιγάω -ῶ) = ἀκατάπαυστος, ἀδιάκοπος, ἀεικίνητος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.