ασενιάρω
προσδιορίζω, ταχτοποιώ, προσαρμόζω.
και ασενιατζιόν = χορήγηση, παραχώρηση.
Σε χργρ. Νο 175 (χωρίου Βαυκερή) (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας), διαβάζομε: ” … και θέλοντας να της ασενιάρομεν δια τον άνοθεν κρέδιτό της …” (=ενέχειρο, δάνειο).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀσενιάρω (Ἰ. assegnare) = προσδιορίζω, προσαρμόζω, εὐθετῶ δύο ἢ περισσότρα πράγματα μεταξύ των, ταιριάζω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. και σενιάρω