Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ασενιάρω

προσδιορίζω, ταχτοποιώ, προσαρμόζω.
και ασενιατζιόν = χορήγηση, παραχώρηση.
Σε χργρ. Νο 175 (χωρίου Βαυκερή) (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας), διαβάζομε: ” … και θέλοντας να της ασενιάρομεν δια τον άνοθεν κρέδιτό της …” (=ενέχειρο, δάνειο).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀσενιάρω (Ἰ. assegnare) = προσδιορίζω, προσαρμόζω, εὐθετῶ δύο ἢ περισσότρα πράγματα μεταξύ των, ταιριάζω.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βλ. και σενιάρω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.